-
1 φέγγω
A = φαίνω, make bright, Hsch.:—[voice] Pass., shine, gleam,φλογὶ φέγγεται λειμών Ar.Ra. 344
(lyr.).II intr., shine,ὁ λαμπτὴρ φεγγέτω Aen.Tact.26.3
, cf. A.R.4.1714, J.AJ3.8.3.
См. также в других словарях:
φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… … Dictionary of Greek